-
1 вести
вести 1) (сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω 2) (руководить) καθοδηγώ, διευθύνω \вести собрание προεδρεύω στη συνέλευση 3) (направлять) οδηγώ \вести машину οδηγώ το αυτοκίνητο* \вести мяч φέρω την μπάλα 4) (осуществлять) δι ευθύνω \вести борьбу κάνω αγώ να, αγωνίζομαι' \вести переговоры διαπραγματεύομαι \вести разговор συνομιλώ, κουβεντι άζω 5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ; куда ведёт эта дорога? πού βγαίνει (или οδηγεί) αυτός ο δρόμος; ◇ \вести себя φέρομαι, συμπεριφέρομαι* * *1) ( сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω2) ( руководить) καθοδηγώ, διευθύνωвести́ собра́ние — προεδρεύω στη συνέλευση
3) ( направлять) οδηγώвести́ маши́ну — οδηγώ το αυτοκίνητο
вести́ мяч — φέρω την μπάλα
4) ( осуществлять) διευθύνωвести́ борьбу́ — κάνω αγώνα, αγωνίζομαι
вести́ перегово́ры — διαπραγματεύομαι
вести́ разгово́р — συνομιλώ, κουβεντιάζω
5) (куда-л.) φέρω, οδηγώкуда́ ведёт э́та доро́га? — πού βγαίνει ( или οδηγεί) αυτός ο δρόμος
••вести́ себя́ — φέρομαι, συμπεριφέρομαι